ῥυτίδωσις

ῥυτίδωσις
ῥυτίδωσις
wrinkling
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ῥυτιδώσεις — ῥυτίδωσις wrinkling fem nom/voc pl (attic epic) ῥυτίδωσις wrinkling fem nom/acc pl (attic) ῥυτιδόω make wrinkled aor subj act 2nd sg (epic) ῥυτιδόω make wrinkled fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυτιδώσεσιν — ῥυτίδωσις wrinkling fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυτίδωσιν — ῥυτίδωσις wrinkling fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυτίδωση — η / ῥυτίδωσις, ώσεως, ΝΑ [ῥυτιδῶ] σχηματισμός ρυτίδων, ρυτίδωμα, πτύχωση, σούφρωμα νεοελλ. 1. ιατρ. αισθητική δυσμορφία τού δέρματος που προκαλείται από πολλαπλασιαμό τών ρυτίδων στο πρόσωπο και, ιδίως, στους κροτάφους, στη ρινοχειλική αύλακα,… …   Dictionary of Greek

  • ῥυτιδώσεως — ῥυτιδώσεω̆ς , ῥυτίδωσις wrinkling fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”